κεφαλαιώδη

κεφαλαιώδη
κεφαλαιώδης
capital
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
κεφαλαιώδης
capital
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
κεφαλαιώδης
capital
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κεφαλαιώδης — ες (ΑΜ κεφαλαιώδης, ώδες) [κεφάλαιον] αυτός που έχει πρωταρχική σημασία, που αποτελεί την ουσία ενός πράγματος, βασικός, κύριος, ουσιώδης (α. «αυτή η ενότητα έχει κεφαλαιώδη σημασία για την έκβαση τής υπόθεσης» β. «ὅσα μέντοι κεφαλαιώδη, μάνθανε» …   Dictionary of Greek

  • ТЕОН СМИРНСКИЙ —     ТЕОН СМИРНСКИЙ (Θέων 6 Σμνρναΐος) (1 я пол. 2 в. н. э.), представитель Среднего платонизма. Известен как автор трактата «Изложение математических предметов, полезных при чтении Платона» (των καθά τὸ μαθηματικον χρησίμον βίς την Πλάτωνος… …   Античная философия

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • ησύχιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Η. ο Αλεξανδρεύς (5ος αι. μ.Χ.) Λεξικογράφος. Συνέταξε μέγα ελληνικό Λεξικόν, τοπλουσιότερο από όσα περισώθηκαν από την αρχαιότητα. Η αξία του έγκειται στην ερμηνεία των λέξεων, με αναφορά στα αρχαία ελληνικά… …   Dictionary of Greek

  • Εβραίοι — Αρχαίος σημιτικός λαός από τη Χαλδαία, που εγκαταστάθηκε κατά τα τέλη της 2ης χιλιετίας π.Χ. στη Γη της Χαναάν. Η ονομασία του οφείλεται, κατά την παράδοση, στον Έβερ, απόγονο του Σημ, γιου του Νώε. Οι Ε. ονομάζονταν επίσης και Ισραηλίτες, όνομα… …   Dictionary of Greek

  • Κολομβία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κολομβίας Έκταση: 1.141.748 τ. χλμ. Πληθυσμός: 42.492.326 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπογκοτά (6.712.247 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Παναμά, στα Α με τη Βενεζουέλα και τη Βραζιλία …   Dictionary of Greek

  • Μυλωνάς, Αλέξανδρος — (1881 – 1967). Πολιτικός. Το 1923 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής στην Αθήνα, στις τάξεις του κόμματος των Φιλελευθέρων και τον επόμενο χρόνο επανεξελέγη βουλευτής Ιωαννίνων του ίδιου κόμματος. Το 1932 ίδρυσε το Αγροτικό κόμμα και από τότε, έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”